- κηποτεχνία
- Βλ. λ. κήπος.
* * *ηη τέχνη τού σχεδιασμού κήπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι-τεχνία, χειρο-τεχνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
δενδρολογία ή δεντρολογία — Κλάδος της βοτανικής και κυρίως της δασικής επιστήμης, ο οποίος μελετά τα είδη των δέντρων και τις δυνατότητες εφαρμογών τους. Η δ. ασχολείται με έρευνες στην καλλωπιστική δενδροκομία και στις εφαρμογές της στην αστική κηποτεχνία. Μελετά επίσης… … Dictionary of Greek